Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

2054/2009 Α.Π. Διατροφή. Λόγοι αναιρέσεως


2054/2009ΑΠ Διατροφή. Λόγοι αναιρέσεως  
Απόφαση 2054 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Έγγραφα, Διατροφής υποχρέωση.


http://www.areiospagos.gr/
Περίληψη:
Διατροφή. Λόγοι αναιρέσεως: Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα διότι δεν προκύπτει η ταυτότητα αναγνωσθέντων εγγράφων. Η αίτηση απορρίπτεται διότι στην απόφαση αναφέρονται τα στοιχεία που απαιτούνται, όπως η υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς διατροφή των αναφερόμενων προσώπων (συζύγου και τέκνων του) η οικονομική του δυνατότητα, η κακοβουλία του, η περιέλευση σε στέρηση των δικαιούχων και η γνώση της υποχρεώσεώς του, χωρίς να απαιτείται και η επίδοση τής αποφάσεως. Το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντά σε αυτοτελείς ισχυρισμούς που προβάλλονται ασαφώς και αορίστως. Ορθώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο τα αναγνωσθέντα έγγραφα, των οποίων έγινε προσδιορισμός, μάλιστα δε τα περισσότερα είχαν προσκομισθεί από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα.


ΑΡΙΘΜΟΣ 2054/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Οκτωβρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Νικολούδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Κουτσούκο, περί αναιρέσεως της 1208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 412/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 358 τού Ποινικού Κώδικα, "όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει έστω και προσωρινά το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχτεί βοήθεια άλλων τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους". Η διάταξη προστατεύει τον δικαιούμενο σε διατροφή από τον κίνδυνο της ελλείψεως των υλικών μέσων συντηρήσεως του. Στοιχεία του εγκλήματος είναι: α) υποχρέωση διατροφής από τον νόμο, που ιδρύεται με βάση τον δεσμό του γάμου μεταξύ τών συζύγων, διαζευγμένων συζύγων, συγγενών εξ αίματος κατ' ευθείαν γραμμή ή αδελφών και θετών τέκνων β) η υποχρέωση να έχει αναγνωρισθεί με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινώς, που διατηρεί την ισχύ της μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση διατροφής, έστω και αν μεταβληθούν οι όροι διατροφής γ) κακόβουλη παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής, δηλαδή από κακεντρέχεια και κακή θέληση να στερηθεί ο δικαιούχος τα αναγκαία προς το ζην και δεν αρκεί λησμοσύνη ή οικονομική αδυναμία, (οι περί των οποίων ισχυρισμοί τού υπόχρεου είναι αρνητικοί της κατηγορίας) η οικονομική δυνατότητα δε τού υπόχρεου κρίνεται σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα δ) ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκασθεί να δεχθεί βοήθεια άλλων ε) δόλος, πέραν της κακοβουλίας του, αρκεί δε και ενδεχόμενος στον οποίο περιλαμβάνεται και η γνώση της περί διατροφής αποφάσεως (δεν απαιτείται τυπική επίδοση με επιμελητή) και ότι ο δικαιούχος θα περιέλθει σε στερήσεις ή θα αναγκασθεί να ζητήσει την βοήθεια άλλων. Περαιτέρω η παραβίαση της υποχρεώσεως προς διατροφήν τελείται κατ' εξακολούθηση για απέχοντα χρονικώς διαστήματα (μηνών), αν δε η στέρηση αφορά περισσότερα πρόσωπα ως σύζυγο και τέκνα πρόκειται για ισάριθμα εγκλήματα σε αληθινή συρροή, δηλαδή για αυτοτελή εγκλήματα, (όσα και τα δικαιούχα πρόσωπα) που τελέσθηκε το καθένα κατ' εξακολούθηση. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996 ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από καθένα απ' αυτά. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά και στην κρίση για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, η οποία επίσης, πρέπει, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως. Διαφορετικά, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτό, συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, από την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Β' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως. Όταν, όμως, ο αυτοτελής ισχυρισμός δεν προβάλλεται παραδεκτά και κατά τρόπο πλήρη καιορισμένο το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφαση του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε απαράδεκτο ή αόριστο ισχυρισμό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς εμπεριέχεται από τα πράγματα, στην κύρια αιτιολογία της αποφάσεως για την ενοχή. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364 και 369 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, για τον σχηματισμό τής κρίσεως του σε σχέση με την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώστηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση από τον κατηγορούμενο του δικαιώματος του να προβεί σε παρατηρήσεις, δηλώσεις και εξηγήσεις, σχετικές με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στα πρακτικά της δημόσιας συζητήσεως, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτέο θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε. Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία, από τα οποία προσδιορίζεται με επάρκεια η ταυτότητα του, έτσι ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που φέρεται ότι αναγνώσθηκε και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητα του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από το άρθρο 358 δικαιώματα του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον στην πραγματικότητα συντελέστηκε η ανάγνωση του εγγράφου, παρασχέθηκε η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε σχετικές με το περιεχόμενο του δηλώσεις και εξηγήσεις, αφού η δυνατότητα αυτή, λογικώς, δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο, κατά τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν. Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τών πραγμάτων κρίση του, με αναφορά κατ' είδος στα αποδεικτικά μέσα, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής: "Ο κατηγορούμενος στην ..., ο οποίος εργαζόταν ως εμποροπλοίαρχος, υποχρεώθηκε με την υπ' αριθμ. Κ 36/1999 ΜΕΙ απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, να καταβάλει ως διατροφή στην εγκαλούσα σύζυγο του, ... το ποσό των 851,06 € (290.000 δρχ.) ατομικά για την ίδια και ως ασκούσα την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων της, ήτοι τής ..., 15 ετών, τής ..., 11 ετών, τής ..., 10 ετών και του ..., 7 ετών. Αυτός, όμως, αν και είχε την οικονομική δυνατότητα, λόγω των υψηλών αμοιβών που ελάμβανε ως εμποροπλοίαρχος, δεν κατέβαλε διατροφή για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιο του έτους 2002, συνολικά δε 870.000 δρχ. Εξαιτίας τής συμπεριφοράς αυτής του κατηγορουμένου, η μηνύτρια και τα τέκνα της υπέστησαν στερήσεις και αναγκάσθηκαν να δεχθούν τη βοήθεια των γονέων και τής αδελφής τής μηνύτριας, προκειμένου να επιβιώσουν. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει το παραπάνω ποσό τής διατροφής εκ τών υστέρων, καθότι είχε οικονομική αδυναμία. Από τα προσκομιζόμενα όμως έγγραφα δεν αποδεικνύεται η καταβολή διατροφής για το επίδικο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος". Στη συνέχεια, κήρυξε τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι: "στην ..., την 22.7.2002, κακόβουλα παραβίασε την υποχρέωση του για διατροφή, που τού την έχει επιβάλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει το Δικαστήριο, με τρόπο ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις και να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων. Συγκεκριμένα, ενώ με την Κ36/1999 (ΜΕΙ 15/1998) απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, υποχρεώθηκε ο κατηγορούμενος να καταβάλλει ως διατροφή, στην μηνύτρια σύζυγο του, ..., με την οποία βρίσκεται σε διάσταση, το χρηματικό ποσό των 290.000 δρχ. ή 851,06 € κάθε μήνα, για την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της ... 15 ετών, ... 11 ετών, ... 10 ετών και ... 7 ετών. Συγκεκριμένα δεν κατέβαλε σ' αυτήν την διατροφή για τους μήνες Απρίλιο, Μάιο και Ιούνιοι του 2002 (3μήνες Χ 290.000 δρχ.) και μέχρι σήμερα αρνείται να τής καταβάλει, στερώντας τη μηνύτρια από τα αναγκαία μέσα για τη διαβίωση της, με συνέπεια αυτή να βρεθεί σε κατάσταση στέρησης, ώστε να μην μπορεί να ικανοποιήσει τις βιοτικές ανάγκες και να αναγκαστεί να δεχτεί τη βοήθεια των συγγενών της". Με αυτά που εδέχθη το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κω, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτουμένη από τις παραπάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και τις σκέψεις με τις οποίες έκανε την υπαγωγή αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 94 παρ. 1, 98, 358 τού Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα αναφέρει την υποχρέωση του κατηγορουμένου που έχει αναγνωρισθεί με απόφαση που ισχύει, τα περιστατικά της κακοβουλίας του με την ως άνω έννοια, και της οικονομικής του δυνατότητας να καταβάλει την διατροφή που δεν κατέβαλε στη σύζυγο και τα τέσσερα τέκνα και δη την οικονομική του κατάσταση και την επαγγελματική του δραστηριότητα ως και την ανάγκη των δικαιούχων να δεχθούν την οικονομική βοήθεια των συγγενών τους. Το γεγονός δε ότι στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται αν και πότε επιδόθηκε και γνωστοποιήθηκε στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο η Κ36/99 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κω, δεν συνιστά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι δεν είναι απαραίτητη όπως προαναφέρθηκε η επίδοση της αποφάσεως, αρκεί να προκύπτει ότι ο υπόχρεος έλαβε γνώση αυτής και του περιεχομένου της, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, από τον αναιρεσείοντα, που εκπροσωπήθηκε στη δίκη από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που αμφισβήτησε μόνο την οικονομική δυνατότητα του αναιρεσείοντος, ο οποίος στη συνέχεια, κατά τους ισχυρισμούς του, άρχισε να πληρώνει.
Συνεπώς, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 Δ' πρώτος λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Επίσης αβάσιμος είναι και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 Α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζει ο αιτών ότι δεν γίνεται σαφής προσδιορισμός τού από 28.2.2006 εγγράφου και τών δεκατριών εγγράφων αποδείξεων, που αναφέρονται στα πρακτικά ότι αναγνώσθηκαν, διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών τής προσβαλλόμενης αποφάσεως, γίνεται επαρκής αναφορά στα ως άνω δεκατρία έγγραφα (αντίγραφα αποδείξεων) προσκομίστηκαν από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα. Έτσι, με την εν λόγω αναφορά, τόσο των δεκατριών εγγράφων αυτών, όσο και του από 28.2.2006 εγγράφου, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητα τους και δεν ήταν, σύμφωνα και με όσα στην παραπάνω νομική σκέψη αναφέρονται, αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, αφού με την πραγματική ανάγνωση του κειμένου τους, κατέστησαν γνωστά και κατά το περιεχόμενο τους στον αναιρεσείοντα, οπότε αυτός είχε πλήρη δυνατότητα να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενο τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης, ενόψει του ότι δεν δημιουργήθηκε αμφιβολία για το αναλλοίωτο της ταυτότητας τους και επιπλέον ότι ο προσδιορισμός της ταυτότητας του εγγράφου είναι αναγκαίος, μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι το έγγραφο αυτό και όχι κάποιο άλλο αναγνώσθηκε στη συγκεκριμένη δίκη. Επομένως, ορθώς έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας τα προαναφερόμενα έγγραφα. Τέλος αβάσιμος είναι ως στηριζόμενος σε ανύπαρκτη προϋπόθεση και ο τρίτος από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας λόγος αναιρέσεως για απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για καταβολή της οφειλομένης διατροφής του επίδικου χρονικού διαστήματος χωρίς επαρκή αιτιολογία και τούτο διότι το Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται παραπάνω αν και δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει, αφού, όπως προκύπτει από τα αναγνωσθέντα πρακτικά, τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, παρά μόνο ο πληρεξούσιος δικηγόρος τού αναίρεσείοντος ανέφερε, αναπτύσσοντας τη θέση του πελάτη του ότι "ο κατηγορούμενος αρχικά ήταν άνεργος και ξεκίνησε να εργάζεται από τα τέλη τού έτους 2001. Μόλις ξεκίνησε να δουλεύει άρχισε να πληρώνει και διατροφές. Πρέπει τα ποσά που κατέβαλε να συνυπολογιστούν από τα τέλη του 1999, που έπρεπε να πληρώνει. Σύμφωνα με τις αποδείξεις που προσκομίζονται τα επίδικα χρονικά διαστήματα έχουν πληρωθεί, περαιτέρω δε οι αποδείξεις αυτές αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει κακοβουλία", εν τούτοις απάντησε με το αιτιολογικό ότι "ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι έχει εξοφλήσει το παραπάνω ποσό της διατροφής εκ τών υστέρων, καθότι είχε οικονομική αδυναμία. Από τα προσκομιζόμενα όμως έγγραφα δεν αποδεικνύεται η καταβολή διατροφής για το επίδικο χρονικό διάστημα".
ΕΠΕΙΔΗ, μετά απ' αυτά, δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την από 26 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του ... για αναίρεση της 1208/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κω. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220 €).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Οκτωβρίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: