Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2011

1939/2009 Α.Π. Παραβίαση της προς διατροφή υποχρεώσεως.


1939/2009Παραβίαση της προς διατροφή υποχρεώσεως 
Απόφαση 1939 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Διατροφής υποχρέωση.


http://www.areiospagos.gr/
Περίληψη:
Παραβίαση της προς διατροφή υποχρεώσεως κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή. Λόγοι αιτήσεως αναιρέσεως, απόλυτη ακυρότητα, και έλλειψη επαρκούς και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Έννοια όρων. Απορρίπτει αίτηση.


Αριθμός 1939/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Δεμερτζή, περί αναιρέσεως της 3697/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, που δεν παρέστη στο ακροατήριο. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9.10.2007 αίτησή της αναιρέσεως και στα από 10.11.2008 και 31.12.2008 δύο χωριστά δικόγραφα προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 995/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 23.4.2008 και με αριθμό καταθέσεως 34/2008 ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά της 3697/08 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και οι από: α) 10.11.2008 και β) 31.12.2008 με ξεχωριστά δικόγραφα, πρόσθετοι λόγοι, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και, ως συναφείς, συνεκ-δικαζόμενοι, πρέπει να ερευνηθούν.
Κατά το άρθρο 358 ΠΚ, όποιος κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση διατροφής που του την έχει επιβάλλει ο νόμος και έχει αναγνωρίσει έστω και προσωρινά το δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο, ώστε ο δικαιούχος να υποστεί στερήσεις ή να αναγκαστεί να δεχθεί βοήθεια άλλων, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απαιτείται δεδηλωμένη παράλειψη του φερόμενου ως υπόχρεου προς διατροφή, προβλεπόμενη από το νόμο και αναγνωρισμένη με δικαστική απόφαση, έστω και προσωρινά και οφειλόμενη σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούληση μη συμμόρφωσής του προς την υποχρέωση, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει, για το προσδιορισμένο χρονικό διάστημα, το χρηματικό ποσό που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβιώσεως του δικαιουμένου προσώπου. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τού τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 3697/2008 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Ο κατηγορούμενος, στην ... και κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006, με περισσότερες από μία πράξεις, τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, καθόσον, παραβίασε κακόβουλα την υπό του νόμου επιβεβλημένη και την από το Δικαστήριο, με σχετική του απόφαση, ανεγνωρισμένη υποχρέωσή του διατροφής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι δικαιούμενοι σε αυτήν να περιέλθουν σε στερήσεις και να αναγκασθούν να δεχθούν την οικονομική βοήθεια συγγενικών τους προσώπων. Πιο συγκεκριμένα δε, ενώ υποχρεώθηκε ο τελευταίος, με την με αριθμ. 33689/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, να καταβάλει στην πολιτικώς ενάγουσα Ψ, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, ... και ... -των οποίων η ίδια ασκεί τη γονική μέριμνα- λόγω διατροφής τους, το ποσό των 425,00 ευρώ τον μήνα, ήτοι 225,00 ευρώ για τον ... και 200,00 ευρώ για τον ..., δεν κατέβαλε αυτήν για το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2006, δηλαδή διατροφή 4 μηνών Χ 425,00 ευρώ = 1700 ευρώ, με αποτέλεσμα η πολιτικώς ενάγουσα, για τη διατροφή και εν γένει συντήρηση των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, να αναγκαστεί να δεχθεί την οικονομική βοήθεια των δυο ενηλίκων θυγατέρων της από τον πρώτο της γάμο. 'Εναντι του ποσού αυτού - και στα πλαίσια της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων μακρόχρονης και σφοδρότατης αντιδικίας - ο κατηγορούμενος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατέβαλε το ποσό των 480,00 ευρώ και επομένως οφείλει το υπόλοιπο των 1220 ευρώ, στην πολιτικώς ενάγουσα, με την ανωτέρω ιδιότητα της. Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος - που εργάζεται ως Καθηγητής στα ... - δεν κατέβαλε την πιο πάνω διατροφή, παρότι είχε την οικονομική δυνατότητα προς τούτο, όπως προέκυψε από τις σαφείς και πειστικές καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας, το περιεχόμενο των οποίων άλλωστε δεν αναιρείται, ούτε αντικρούεται από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο, ούτε δε και από τη αοριστολογική και εικοτολογική κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης. Περαιτέρω, από οιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο, δεν προέκυψε ο προβληθείς από τον κατηγορούμενο ισχυρισμός περί του ότι δεν οφείλει το επίδικο ποσό, διατεινόμενος ειδικότερα αβάσιμα αυτός ότι προς εξόφληση του τελευταίου, κατέβαλε στην πολιτικώς ενάγουσα, στις 10.1.2006, το ποσό των 2.000 ευρώ, δοθέντος του ότι δεν προέκυψε ότι το τελευταίο αφορά το επίδικο ως άνω χρονικό διάστημα. Η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι η παραπάνω καταβολή έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2006 (βλ. και την από 10.1.2006 σχετική απόδειξη) και προκειμένου να ανασταλεί επικείμενος πλειστηριασμός (που επρόκειτο να διενεργηθεί στις 11.1.2006), δηλαδή σε χρονικό σημείο, κατά το οποίο δεν υφίστατο ακόμη σχετική οφειλή του για τους επίδικους επόμενους δύο μήνες, δηλαδή για τον Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2006 και ούτε βέβαια είχε γεννηθεί οιαδήποτε υποχρέωσή του για διατροφή των ανήλικων τέκνων του.
Συνεπώς, ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι η ως άνω δεδηλωμένη, παράλειψη του κατηγορούμενου ως υπόχρεου προς διατροφή -που προβλέπεται από το νόμο και αναγνωρίστηκε με την πιο πάνω δικαστική απόφαση- οφείλεται σε κακοβουλία, δηλαδή στην ενδιάθετη βούλησή του περί μη συμμόρφωσής του προς την προαναφερθείσα υποχρέωσή του, παρότι, όπως προεκτέθηκε, είχε την οικονομική δυνατότητα να καταβάλει, για το προσδιορισμένο παραπάνω χρονικό διάστημα, το επίδικο χρηματικό ποσό, που επιδικάσθηκε για την κάλυψη των αναγκών επιβίωσης των δικαιούμενων σε διατροφή ανήλικων τέκνων των διαδίκων και όφειλε να καταβάλλει στην πολιτικώς ενάγουσα, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα αυτών. Επομένως, δεδομένου ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του τελευταίου θεμελιώνει την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της παραβίασης της προς διατροφής υποχρέωσης, κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της εν λόγω αξιόποινης πράξης, να του αναγνωριστεί όμως το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων (άρθρο 84 παρ. 2β ΠΚ), όπως και πρωτόδικα. Και τούτο γιατί, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους οι νομικές έννοιες- των μη ταπεινών αιτίων και της κακοβουλίας, το παρόν Δικαστήριο υποχρεούται να αναγνωρίσει στον κατηγορούμενο το παραπάνω ελαφρυντικό, γιατί διαφορετικά θα καθιστούσε χείρονα τη θέση του τελευταίου (ΑΠ 316/2007 - ΝΟΜΟΣ)". Στην συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα κήρυξε ένοχο της άνω αξιόποινης πράξεως της παραβιάσεως της υποχρεώσεως προς διατροφή κατ' εξακολούθηση και κατά συρροή και ειδικότερα του ότι: "Στη ..., κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 έως και τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006, με περισσότερες από μία πράξεις, τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, που αποτελούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, καθόσον παραβίασε κακόβουλα την υπό του Νόμου επιβεβλημένη και υπό του Δικαστού δι' αποφάσεώς του ανεγνωρισμένη υποχρέωση διατροφής, κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι δικαιούμενοι σε αυτήν να περιέλθουν σε στερήσεις και να αναγκασθούν να δεχθούν την βοήθεια άλλων. Δηλαδή, ενώ υποχρεώθηκε με την υπ' αριθμ. 33689/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, όπως πληρώνει στην Ψ, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους ... και ... -των οποίων ασκεί τη γονική μέριμνα λόγω διατροφής τους 425 ευρώ τον μήνα, ήτοι 225 ευρώ για τον ... και 200 ευρώ για τον ..., δεν κατέβαλε αυτή για το χρονικό διάστημα από το μήνα Δεκέμβριο του έτους 2005 έως και το μήνα Μάρτιο του έτους 2006, δηλαδή διατροφή 4 μηνών Χ 425 ευρώ = 1700 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, ο κατηγορούμενος για το ανωτέρω χρονικό διάστημα κατέβαλε ποσό 480 ευρώ, επομένως οφείλει υπόλοιπο 1220 ευρώ, στην Ψ, με την ανωτέρω ιδιότητά της, δηλαδή, ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των παραπάνω ανηλίκων. Το Δικαστήριο δέχεται ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος ωθήθηκε στην τέλεση των ανωτέρω πράξεων από αίτια μη ταπεινά".
Ακολούθως, το ίδιο Δικαστήριο, αφού είχε αναγνωρίσει στον κατηγορούμενο, το ελαφρυντικό ότι ωθήθηκε στην τέλεση των ανωτέρω πράξεων από αίτια μη ταπεινά, επέβαλε σε αυτόν ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών συνολική, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε για μία τριετία. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτουμένη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 83, 84 παρ. 2β', 94 παρ. 1, 98 και 358 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως 3697/2008 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, απολογία του κατηγορούμενου), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα, την ανωμοτί κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, Ψ και τις ένορκες καταθέσεις αφενός των μαρτύρων κατηγορίας, ... και Ζ, αφετέρου της μάρτυρος υπερασπίσεως, ..., η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως του άνω Δικαστηρίου, εξετάσθηκε ενόρκως στο ίδιο ακροατήριο. Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν, οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, ότι: 1) εξετάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η προταθείσα από την πολιτικώς ενάγουσα μάρτυρας, Ζ η οποία δεν είχε γνωστοποιηθεί σε αυτόν, ούτε είχε εξεταστεί πρωτοδίκως, καθόσον, από την διάταξη της ΚΠΔ 502 παρ. 1 εδ. β' προκύπτει, ότι το Δικαστήριο στην κατ' έφεση δίκη δύναται, κατόπιν αιτήσεως του Εισαγγελέα ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπαγγέλτως, εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο και αν ακόμα τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν. 2) Η αιτίαση ότι ο μάρτυρας υπερασπίσεως, ..., εξετάσθηκε πριν από την μάρτυρα κατηγορίας, Ζ, καθόσον, από την διάταξη της ΚΠΔ 351 προκύπτει ότι η εξέταση μάρτυρα υπερασπίσεως, πριν από την εξέταση μάρτυρα κατηγορίας, στερείται οποιασδήποτε έννομης συνέπειας. 3) Η αιτίαση ότι ο ανωτέρω μάρτυρας υπερασπίσεως μνημονεύεται στα πρακτικά, ως μάρτυρας κατηγορίας, αφού αυτό οφείλεται σε παραδρομή και στερείται οποιασδήποτε έννομης συνέπειας. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο είναι αβάσιμος. 4) Η αιτίαση ότι προσκόμισε στο Δικαστήριο έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν, καθόσον δεν προσδιορίζονται ποία είναι τα έγγραφα αυτά, σε κάθε δε περίπτωση η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, αφού από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει 'τι προσκομίστηκαν από τον αναιρεσείοντα έγγραφα και ότι ζητήθηκε η ανάγνωση αυτών. 5) Η αιτίαση ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο η υπ' αριθ. 31767/07 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, είναι αβάσιμη, αφού από τα άνω πρακτικά δεν προκύπτει ότι προσκομίστηκε η άνω απόφαση και ζητήθηκε η ανάγνωσή της. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Δ' και Ε' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως και των δικογράφων των προσθέτων λόγων, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες απόλυτης ακυρότητας, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατόπιν αυτών, εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 583 παρ. 1).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23 Απριλίου 2008 (υπ' αριθ. πρωτ. 34/2008) αίτηση μετά των από α) 10.11.2008 και β) 31.12.2008 δικογράφων προσθέτων λόγων, του Χ, για αναίρεση της υπ' αριθ. 3697/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ           Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 13 Οκτωβρίου 2009.


Δεν υπάρχουν σχόλια: